- ὑπεκλαβοῦσα
- ὑπεκλαμβάνωcarry off underhandaor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεκλαμβάνω — Α παίρνω και βγάζω έξω κάτι κρυφά («ἀλλὰ φθάνει νιν ἡ τάλαιν εἴσω δόμων μήτηρ ὑπεκλαβοῡσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκλαμβάνω «παίρνω κάτι από κάποιον, αρπάζω»] … Dictionary of Greek